- πιθανολογεῖ
- πιθανολογέωuse probable argumentspres ind mp 2nd sg (attic epic doric ionic)πιθανολογέωuse probable argumentspres ind act 3rd sg (attic epic doric ionic)
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
πιθανολογικός — ή, όν, Α [πιθανολογία] 1. αυτός που αναφέρεται στην πιθανολογία 2. φρ. «πιθανολογική τέχνη» η τέχνη τού να πιθανολογεί κανείς, τού να μεταχειρίζεται ευλογοφανή επιχειρήματα (Αρριαν.) … Dictionary of Greek